Ἀπόλλων

Ἀπόλλων
ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)
a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35

δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16

ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 (Χάριτες)

χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11

χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1

Κίνυραν , τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11

τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40

οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5

τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66

οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87

ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176

ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18

εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28

Ἄπολλον P. 10.10

Ψπερβορέων . ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35

φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24

μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1

ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18

ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.

ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8

[παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at Abdera

Πα. 2. . ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1

1, 3, . ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40

κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi

Πα. . 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5

Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.

κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13

]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2

ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.
b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.64
c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁπόλλων — ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων' — Ἀπόλλωνα , Ἀπόλλων masc acc sg Ἀπόλλωνι , Ἀπόλλων masc dat sg Ἀπόλλωνε , Ἀπόλλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπολλῶν — Ἀπολλώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολλῶν — ἀπολούω wash off pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλλων — ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάικοφ, Απόλλων Νικολάγεβιτς — (Apollon Nikolayevich Maikov, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1897). Ρώσος ποιητής. Γιος ζωγράφου, μελέτησε από παιδί την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και έπλασε μια λυρική ποίηση μεγάλης ακρίβειας στην πλαστική έκφραση και διαποτισμένη από αναμνήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Πιομπίνο Απόλλων — Ονομασία χάλκινου αγάλματος γυμνού άνδρα που βρέθηκε στη θάλασσα του Πιομπίνο (απέναντι από το νησί Έλβα) το 1832. Έχει ύψος 1,15 μ. Σύμφωνα με μια άποψη το άγαλμα είναι αντίγραφο ενός από τα δύο αγάλματα που φιλοτέχνησε ο Κάναχος για τον ναό του …   Dictionary of Greek

  • Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”